- κούτρα
- caboche
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κούτρα — η 1. το μέτωπο, το κούτελο 2. συνεκδ. το κεφάλι 3. φρ. α) «ό,τι κατεβάσει η κούτρα μου» ό,τι σκεφθώ, ό,τι μού κατέβει β) «κατεβάζει η κούτρα του» είναι έξυπνος 4. παροιμ. «αλί που τό χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» τα φυσικά ελαττώματα δεν… … Dictionary of Greek
κούτρα — η (λ. λατ.) 1. το κούτελο, μέτωπο, κεφάλι. 2. η παροιμία «αλί που το χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» δηλώνει ότι τα οποιαδήποτε ελαττώματα του ανθρώπου δεν αποβάλλονται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
κουντρώ — χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κουτρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρώ (< κούτρα) με πιθ. επίδραση τών κεντρί / κεντρώνω] … Dictionary of Greek
κουτριά — η [κούτρα] κούτρημα … Dictionary of Greek
κουτριάρικος — κουτριάρικος, η, ο και κουτριαρικός, ή, όν (Μ) [κούτρα] αυτός που συνηθίζει να χτυπά με τα κέρατα, κουτουλιάρικος … Dictionary of Greek
κουτρουβαλώ — άω 1. κατρακυλώ με το κεφάλι προς τα κάτω 2. κάνω συνεχείς, απανωτές τούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *κοττο βολώ (< κόττος «κύβος, ζάρι») «ρίχνω κύβους ή ζάρια» η λ. συνδέεται πιθ. με ρουμ. cotrobăi, ενώ δεν αποκλείεται και… … Dictionary of Greek
κουτρούλης — ο, θηλ. κουτρούλα (Μ κουτρούλης) 1. κουρεμένος σύρριζα 2. φαλακρός νεοελλ. φρ. α) «Τού Κουτρούλη ο γάμος» θεατρικό έργο τού Α. Ρ. Ραγκαβή β) «έγινε τού κουτρούλη ο γάμος» ή «έγινε τού κουτρούλη το πανηγύρι» έγινε μεγάλη φασαρία, αναστάτωση,… … Dictionary of Greek
κουτρώ — άω και κουτρίζω (Μ κουτρῶ, άω) [κούτρα] (για ζώα) χτυπώ με τα κέρατα, κουτουλώ νεοελλ. χτυπώ με το μέτωπο, με το κεφάλι … Dictionary of Greek
κούτλα — κούτλα, ἡ (Μ) κουτουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κούτρα] … Dictionary of Greek